- καταπέφτω
- και καταπίπτω (AM καταπίπτω, Μ και καταπέφτω)1. πέφτω καταγής με ορμή («κατέπεσε από τον τρίτο όροφο»)2. πέφτω κάτω, καταρρέω, γκρεμίζομαι («πολλά σπίτια κατέπεσαν από τον σεισμό»)νεοελλ.1. μτφ. (για άνεμο, θύελλα, οργή κ.λπ.) ελαττώνομαι, λιγοστεύω, κατευνάζομαι, κοπάζω εντελώς («κατέπεσε η τρικυμία»)2. (για πρόσ.) καταβάλλομαι, εξαντλούμαι, χάνω τις δυνάμεις μου («κατέπεσε πολύ ο παππούς από τα χρόνια»)μσν.1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου2. πολιορκώ3. πλησιάζω κάποιον με επιμονή, τόν «πολιορκώ»4. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταλήγω5. πέφτω πάνω σε κάτι6. πέφτω στο δάπεδο, πλαγιάζω για ύπνοαρχ.1. μτφ. χάνω το θάρρος μου, πέφτει το ηθικό μου, το φρόνημά μου2. κατέρχομαι ηθικώς, καταντώ («κατέπεσεν εἰς ἀπιστίαν», Πλάτ.)3. πάσχω από επιληψία4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπεπτωκώς, -υῑα, -όςαχρείος, εξευτελισμένος5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ καταπίπτοντατα τυχαία συμβάντα.
Dictionary of Greek. 2013.